- αναθεραπεύω
- (Α ἀναθεραπεύω)νεοελλ.θεραπεύω εκ νέου, ξαναθεραπεύωαρχ.περιποιούμαι με προσοχή, φροντίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + θεραπεύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… … Dictionary of Greek
ἀναθεραπεύοι — ἀναθεραπεύοῑ , ἀναθεραπεύω rear with care pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)